ζοφερός

ζοφερός
-ή, -ό (Α ζοφερός, -ά, -όν) [ζόφος]
1. γεμάτος ζόφο, σκοτεινός, κατασκότεινος, ζοφώδης («Τιτῆνες ναίουσι πέρην Χάεος ζοφεροῑο», Ησίοδ.)
2. αυτός που εμπνέει φόβο, απελπισία, απαισιοδοξία («η κατάσταση είναι ζοφερή»)
αρχ.
1. το ουδ. ως ουσ. τὸ ζοφερόν
η ζοφερότητα
2. μτφ. (για ψυχικές καταστάσεις) αυτός που επισκοτίζει τον νου, που οδηγεί σε κακό.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ζοφερός — dusky masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζοφερός — ή, ό επίρρ. ά 1. πολύ σκοτεινός: Ζοφερή νύχτα. – Ζοφερή σκλαβιά. 2. μτφ., απαισιόδοξος, αυτός που εμπνέει μελαγχολία: Το μέλλον προβλέπεται ζοφερό. – Ζοφερές σκέψεις …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ζοφερά — ζοφερός dusky neut nom/voc/acc pl ζοφερά̱ , ζοφερός dusky fem nom/voc/acc dual ζοφερά̱ , ζοφερός dusky fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζοφερώτερον — ζοφερός dusky adverbial comp ζοφερός dusky masc acc comp sg ζοφερός dusky neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζοφερῶν — ζοφερός dusky fem gen pl ζοφερός dusky masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζοφερόν — ζοφερός dusky masc acc sg ζοφερός dusky neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζοφεραῖς — ζοφερός dusky fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζοφεραί — ζοφερός dusky fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζοφεροῖο — ζοφερός dusky masc/neut gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζοφεροῖς — ζοφερός dusky masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”