- ζοφερός
- -ή, -ό (Α ζοφερός, -ά, -όν) [ζόφος]1. γεμάτος ζόφο, σκοτεινός, κατασκότεινος, ζοφώδης («Τιτῆνες ναίουσι πέρην Χάεος ζοφεροῑο», Ησίοδ.)2. αυτός που εμπνέει φόβο, απελπισία, απαισιοδοξία («η κατάσταση είναι ζοφερή»)αρχ.1. το ουδ. ως ουσ. τὸ ζοφερόνη ζοφερότητα2. μτφ. (για ψυχικές καταστάσεις) αυτός που επισκοτίζει τον νου, που οδηγεί σε κακό.
Dictionary of Greek. 2013.